- σπαράγγι
- szparag (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
σπαράγγι — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ασπάραγος (οικογένεια Λειλιίδες, μονοκοτυλήδονα), που πολλά είδη του είναι εδώδιμα και καλλωπιστικά. Ο ασπάραγος ο φαρμακευτικός, είναι εδώδιμος. Από το φυτό τρώγονται μόνο οι ανοιξιάτικοι νεαροί και σαρκώδεις… … Dictionary of Greek
σπαράγγι — το 1. είδος φυτού. 2. βλαστοί αυτού του φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπάραγος — ο (Α ἀσπάραγος και ἀσφάραγος) το σπαράγγι, αγγειόσπερμο, μονοκότυλο φυτό, με βλαστούς διακλαδιζόμενους, όρθιους ή αναρριχώμενους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ασφάραγος] … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek
κραμβασπάραγος — κραμβασπάραγος, ὁ (Μ) το κραμβοσπάραγον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + ἀσπάραγος «σπαράγγι». Βλ. και κραμβοσπάραγος] … Dictionary of Greek
κραμβοσπάραγον — κραμβοσπάραγον, τὸ (Μ) ο βλαστός τού φυτού κράμβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβ η + συνδετικό φωνήεν ο + ἀσπάραγον «σπαράγγι»] … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
σπαραγγιά — η, Ν βοτ. το φυτό ασπάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαράγγι + κατάλ. ιά (πρβλ. λεμον ιά)] … Dictionary of Greek
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek
σφαράγγι — το, Ν βλ. σπαράγγι … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek